- σκουτέλλα
- η , σκουτέλλι τό миска (глиняная)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκουτέλ(λ)ι — το / σκουτέλλιον, ΝΜΑ, και σκούτλιον και σκουτλίον, Α πιάτο, πινάκι, μικρή γαβάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην Αρχαία *σκουτέλλα (< λατ. scutella, υποκορ. του scutra «πιάτο, δίσκος») + υποκορ. κατάλ. ι(ον)] … Dictionary of Greek